Με γελάσαν τα πουλιά

 Με γέλασαν τα πουλιά,
 της άνοιξης τ΄ αηδόνια.

Με γέλασαν και μου \`πανε,
 ποτέ δε θα πεθάνω.

 Φτιάχνω κι εγώ το σπίτι μου
 ψηλότερο από τ΄ άλλα.

 Σαράντα δυο πατώματα,
 εξήντα παραθύρια.

 Στα παραθύρια στέκομαι,
 τους κάμπους αγναντεύω.

 Βλέπω τους κάμπους πράσινους
 και τα βουνά γαλάζια.

 Βλέπω το Χάρο που ΄ρχεται
 καβάλα στ΄ άλογό του

 Με γέλασαν τα πουλιά,
 της άνοιξης τ ΄ αηδόνια.

 Με γέλασαν τα πουλιά,
 της άνοιξης τ΄ αηδόνια.

 Με γέλασαν και μου είπανε,
 ο Χάρος δε με παίρνει.

 Μη με παίρνεις Χάρο,
 μη με παίρνεις
 γιατί δε με ξαναφέρνεις.