Άιντε δώδεκα χρονώ κορίτσι,
άιντε χήρα πάει στην μάνα του,
άιντε τα στεφάνια στην ποδιά του |
κι έκλαιγε τον άντρα του. |(2)
Άιντε σώπα κόρη μου μην κλαίγεις,
άιντε και ξαναπαντρεύεσαι,
άιντε και τα μαύρα θα πετάξεις κι έτσι ελευθερώνεσαι. (2)
Άιντε μη μου λες καημένη μάνα,
άιντε για να ξαναπαντρευτώ,
άιντε σαν τον πρώτο μου τον άντρα |
δεν θα τόν'ε ξαναβρώ. |(2)
Αιντέ εγώ τα μαύρα δεν τα βγάζω, |
άιντε θα κλειστώ σ'ένα κελλί, |
άιντε πες κι εσύ καημένη μάνα πως δεν έχείς πιά παιδί. | (2)