Σαν εμένανε, τσαχπίνα, δεν έχ’ άλλη στην Αθήνα,
γίνομ’ άντρας πρώτο πράμα με πιστόλι και με κάμα
κι έχω γκόμενα μια δούλα και της τα ‘χω πάρει ούλα.
Στον τεκέ όταν θα πάω, όλους τους στραβοκοιτάω
και μου λεν’, καλώς τ’αδέρφι, τράβα μια να κάνει κέφι
κι αρχινούνε τα μαγκάκια γλέντι με μπαγλαμαδάκια.
Μα ένα βράδυ μαζευτήκαν κι όλοι απάνω μου ριχτήκαν
και αρχίσαν μαστορόδια με τη γλώσσα τους τη τόφια
και φωνάζαν με λαχτάρα, αχ, αγοροκοριτσάρα.