Έρχομαι κι εσύ κοιμάσι μέσα στ’ άσπρα γιασιμιά,
ξύπνα που να ζεις κι να ’σι, φουντουτή μου λιμουνιά.
Λιβισιανή μου πέρδικα
στα δίχτυα σου μπερδεύτηκα.
Tης καρτιάς μου τα κλειδάκια πάρι τα κι άνοιξι
κι έχει μέσα γκιούλ μπαξέδους1 κι έμπα κι σιργιάνισι.
Έλα κι μην τη βαριθείς
τη στράτα να ’ρτεις να μι βρεις.