Μενούσης

Ο Μενούσης, ο Μπερμπίλης
κι ο Ρεσούλ Αγάς,
σε κρασοπουλειό πηγαίναν
για να φαν να πιούν.

Κει που τρώγαν,
κει που πίναν
και που γλένταγαν,
κάπου πιάσαν τη κουβέντα
για τις όμορφες.

Όμορφη γυναίκα που \`χεις
βρε Μενούσ’ Αγά!
Πού την είδες, πού την ξέρεις
και τη μολογάς;

Χθες την είδα στο πηγάδι
που \`παιρνε νερό
και της \`δωσα το μαντήλι
και μου το \`πλυνε.

Αν την ξέρεις κι αν την είδες,
πες μου τι φορεί;
Ασημένιο μεσοφόρι
με χρυσό φλουρί.

Κι ο Μενούσης,
μεθυσμένος πάει την έσφαξε.
Το πρωί ξεμεθυσμένος
πάει την έκλαψε.

Σήκω πάπια μ’ ,
σήκω χήνα μ’ ,
σήκω πέρδικα μ’ .
Σήκω λούσου και χτενίσου
κι έμπα στο χορό.

Να σε δουν τα παλληκάρια
να μαραίνονται.
Να σε δω κι εγώ ο καημένος
και να χαίρομαι.