Μια κόρη μια κι αμάν αμάν μια κόρη μια διαβάτισσα,
μια κόρη μια διαβάτισσα και μια γαλανομάτισσα,
όταν μπαίνει και (γ)υφαίνει δέντρα και κλαριά μαραίνει,
όταν μπαίνει και (γ)υφαίνει δέντρα και κλαριά μαραίνει.
Διαβατικός κι αμάν αμάν διαβατικός (α)πέρασε,
διαβατικός (α)πέρασε την κόρη καλημέρισε,
την κρένει δεν του κρένει καλημέρα δεν του λέει,
την κρένει δεν του κρένει καλημέρα δεν του λέει.
- Κόρη μου δεν κι αμάν αμάν κόρη μου δεν παντρεύεσαι,
κόρη μου δεν παντρεύεσαι τα νιάτα σου δε χαίρεσαι,
δεν παίρνεις παλικάρι σαν τ’ αφρί σαν το φεγγάρι,
δεν παίρνεις παλικάρι σαν τ’ αφρί σαν το φεγγάρι.
\newpage