Μια κόρη τ’ αποφάσισε να πάει με τους κλέφτες,
βάνει φωτιά στον αργαλειό.
Βάνει φωτιά στον αργαλειό στο φιλντισένιο χτένι,
και τ’ άρματά της φόρεσε.
Και τ’ άρματά της φόρεσε και πάει με τους κλέφτες,
δώδεκα χρόνους έκανε.
Δώδεκα χρόνους έκανε στους κλέφτες καπετάνιος,
κανείς δεν την (ε)γνώρισε.
Κανείς δεν την (ε)γνώρισε πως ήταν κορασίδα,
και μια Λαμπρή μια Κυριακή.
Και μια Λαμπρή μια Κυριακή μια ‘πίσημη(ν) ημέρα,
βγήκαν οι κλέφτες στο χορό.
Βγήκαν οι κλέφτες στο χορό να ρίξουν το λιθάρι,
το ρίχνουν τα κλεφτόπουλα.
Το ρίχνουν τα κλεφτόπουλα το πάν’ σαράντα αχνάρια,
το ρίχνει και η κορασιά.
Το ρίχνει και η κορασιά το πάει σαράντα πέντε,
κι από το σείσμα το πολύ.
Κι από το σείσμα το πολύ κι από το λύγισμά της,
εκόπει τ’ αργυρό κουμπί.
Εκόπει τ’ αργυρό κουμπί και ‘φάνει κάτι (ε)φάνει,
κι άλλοι το λένε μάλαμα.
Κι άλλοι το λένε μάλαμα κι άλλοι το λένε ασήμι,
‘κείνο δεν είναι μάλαμα.
‘Κείνο δεν είναι μάλαμα ‘κείνο δεν είναι ασήμι,
μόν’ είν’ της κόρης το βυζί.