Καημένε δεντρολίβανε
κανείς νερό δε σου βανε.
Κανείς δε σου βανε νερό
κι ήρθα και σ εύρηκα ξερό.
Και σ άφησα να μαραθείς
απάνω π άρχισες ν ανθείς.
Σε φίλο σ άφησα πιστό
μα σ άφησε απότιστο.
Κι οι κοπελιές στη γειτονιά
σου φέρθηκαν με απονιά.
[Δεν σε ποτίσαν μια φορά
κι είναι τα φύλλα σου ξερά.
Πάνε δυο χρόνια που λειψα
κι ο δεντρολίβανος διψά.