Ο Γιάννος και η Μαριγώ σε ‘να σχολειό πηγαίναν, σε ‘να σχολειό πηγαίναν.
Γιάννος μαθαίνει γράμματα κι η Μαριγώ τραγούδια, κι η Μαριγώ τραγούδια.
Τα δυο τους αγαπήθ’κανε κανένας δε το ξέρει, κανένας δε το ξέρει.
Ο Γιάννος τ’ αποφάσισε της μάνας του το λέει, της μάνας του το λέει.
Μάνα μ’ τη Μάρω αγαπώ και θέλω να την πάρω, και θέλω να την πάρω.
Τι λες μωρέ παλιόπαιδο και φιδοδαγκωμένο, και φιδοδαγκωμένο.
Η Μάρω είν’ αξαδέρφη σου πρώτη αξαδέρφισά σου, πρώτη αξαδέρφισά σου.
Κάλλιο να ‘κούσω σάβανο για να σε σαβανώσω, για να σε σαβανώσω.
Παρά να ‘κούσω στέφανα για να σε στεφανώσω, για να σε στεφανώσω.
Η Μάρω αρραβωνίζεται κι ο Γιάννος ξεψυχάει, κι ο Γιάννος ξεψυχάει.
Συμπεθεριό και λείψανο στο δρόμο ‘γιναν ένα, στο δρόμο ‘γιναν ένα.
Κανένας δεν ερώτησε από τους συμπεθέρους, από τους συμπεθέρους.
Η Μάρω ξαντροπιάστηκε στέκει και τους ρωτάει, στέκει και τους ρωτάει.
Τίνος είναι το λείψανο μέσ’ την χρυσή την κάσα, μέσ’ την χρυσή την κάσα.
Του Γιάννου είναι το λείψανο μέσ’ την χρυσή την κάσα, μέσ’ την χρυσή την κάσα.
Λιγοθυμάει η λυγερή και του θανάτου πέφτει, και του θανάτου πέφτει.
Τα πήραν και τα θάψανε σε ένα σταυροδρόμι, σε ένα σταυροδρόμι.
Ο γιος φυτρώνει κάλαμος κι η κόρη κυπαρίσσι, κι η κόρη κυπαρίσσι.
Στριφογυρίζει ο κάλαμος φιλάει το κυπαρίσσι, φιλάει το κυπαρίσσι,
Για ήδεστε αυτό τ’ αντρόγυνο το πολυαγαπημένο, το πολυαγαπημένο.
Που δε φιλήθ’κε ζωντανό φιλιέτ’ αποθαμένο, φιλιέτ’ αποθαμένο.