Μωρέ γεια σου Σαμαντάκα, την λεβεντιά σου να ’χα,
την λεβεντιά σου να \`χα, γεια σου Σαμαντάκα.
Α'ι'ντε εσυ κοιμάσαι, αχ κι εγώ νυστάζω,
σε συλογιούμαι κι αναστενάζω.
Εσυ κοιμάσαι μωρε στα σεντονάκια,
κι εγώ γυρίζω στα έρημα σοκάκια.
Ξύπνα Σαμαντάκα, και φόρα τα τσαρούχια,
στρίψε τη μουστάκα, γεια σου μωρε Σαμαντακα.
Ιστορικό τραγούδι, της ευρύτερης περιοχής της Ηπείρου που αναφέρεται στον Αρβανίτη Οσμάν Τάκα που καταδικασμένος σε θάνατο ζήτησε ως τελευταία χάρη πριν την εκτέλεσή του να χορέψει. Ο λεβέντικος χορός του συγκίνησε τον εκτελεστή του τον μπέη του Μαργαριτίου που του χάρισε τη ζωή. Ανδρικός αργός, μεγαλόπρεπος, αυτοσχεδιαστικός χορός του πρώτου. Ακολουθεί τον τρίτο ήχο σε ρυθμό τετράσημο. Χορεύεται σε όλη την Ήπειρο από ικανότατους χορευτές που έχουν τη δυνατότητα να αυτοσχεδιάσουν και να δημιουργήσουν με τη διάθεση της στιγμής.