Περδικούλα ημέρωνα
κι όλο μ’ αγριευότανε
στο φτερό στεκότανε.
Πείσμωσα την έδειρα
στα βουνά την έστειλα, .
στα βουνά τα πετρωτά
τα βολυμοσκεπαστά.
Μια Λαμπρή, μια Κυριακή,
πέρασα κι εγώ από κει,
την ακώ να κελαηδεί.
Πέτα περδικούλα μου
κι έλα στα χερούλια μου
κι αν σου κάνω εγώ κακό
σ’ εκκλησιά να μην εμπώ.