Στης πικροδάφνης τον ανθό
έγειρα ν’ αποκοιμηθώ
άιντε λίγο ύπνο για να πάρω
άιντε κι είδα όνειρο μεγάλο
Παντρεύεται η αγάπη μου
για πείσμα για γινάτι μου
και της δίνουν τον εχθρό μου
για το πείσμα το δικό μου
Στο γάμο τους με προσκαλούν
και για κουμπάρο με καλούν
για να πάω να στεφανώσω
δυο κορμάκια να ενώσω
Περνώ τα στέφανα χρυσά,
βάστα καημένη μου καρδιά,
και λαμπάδες απ’ ασήμι,
έλεος κι ελεημοσύνη.
(δεν υπάρχει εμπιστοσύνη)
Και τα χερό- κι αϊμάν αϊμάν,
και τα χεροκρατήματα
λέει κι αυτά μαργαριτάρι,
χαρά στο νιο που θα σε πάρει.