Σαββάτο βραδύ με διώξαν οι δικοί μου
απ' το σπίτι μου κι από τη γειτονιά μου.
Τόπο δεν ηύρα, χωριό να πα να μείνω,
μόνο ενα δεντρί, του κάμπου κυπαρίσσι,
κείνο μ' έλεγε, κείνο με συντυχαίνει.
-Ξένε μ', πέζεψε, ξένε μ', για δεν πεζεύεις ;
Να κι' η ρίζα μου και δέσε τ' άλογό σου,
να κι' ο κλώνος μου και σκάλω τα' άρματά σου
να κι' ο νήσκιος μου και πλάγιω η αφεντιά σου.
-Δεν είδα δεντρί, δεντρί να συντυχαίνη.
Μεσ' τον τόπο μας τα δέντρα πελεκούν τα,
κάνουν τα σκαμνιά και κάνται οι αφεντάδες
και οι έμορφες κι οι κυρατσοπούλες.
Στίχ. 8, σκάλω = σκάλωσε.
Στιχ. 12, κάνται = κάθονται.
Παραλλαγή :
Σαββάτο βραδύ με διώξαν οι γονοί
μου απ' το σπίτι μου κι' από τα γονικά μου.
Παίρνω το δρομί, παίρνω το μονοπάτι,
βρίσκω 'να δεντρί, βρίσκω 'να κυπαρίσσι.
-Δείξε μου, δεντρί, τόπο για να πλαγιάσω.
-Να οι κλώνοι μου και κρέμασ' τ' άρματα σου
να κι' ή ρίζα μου και δέσε τα' άλογο σου,
να κι' ο ήσκιος μου, πέσε γλυκοκοιμήσου.