Στη Σμύρνη μες στην Αρμενιά έχω κι εγώ κι ορίζω
ένα κλωνί βασιλικό νερό να το ποτίζω.
Την καρδιά μ’ έχεις καμένη και δε με πονείς,
λυπήσου με και πάψε να με βασανείς.
Δεν ημπορώ τα μάτια μου ψηλά να τα σηκώσω
και της καημένης μου καρδιάς παρηγοριά να δώσω.
Θέλεις να πεθάνω να με φάει η μαύρη γης,
άλλαξε τη γνώμη σ’ κι άρχισε να με πονείς.