Σύρε να πεις της μάνας σου
να κάνει κι άλλη γέννα
να κάψει κι αλλουνού καρδιά
ως έκαψε και μένα.
Αμάν γιάλα όπα γιάλα
τα ματάκια σου τα μαύρα
τα ματάκια σου τα μαύρα
που είναι όλο φωτιά και λαύρα.
Μελαχρινό με τις ελιές
και με τα μαύρα μάτια
έκανες την καρδούλα μου
σαράντα δυο κομμάτια.
Βλέπεις εκείνο το βουνό
που άναψε και καίει;
δεν είν’ φωτιά, δεν είν’ καπνός,
αγάπη είναι, και κλαίει.
Ως και οι πέτρες που πατώ,
κι αυτές παραμιλούνε:
ποιος είν’ αυτός που μας πατά
τι λυπημένος που ‘ναι.