Τα μάτια και τα μάγουλα
μάλωναν μεταξύ των
και για να πάψει η γλώσσα των
με κάλεσαν κρετή των.
Επτά φορές τα φίλησα
επτά για να μη σφάλλω,
δεν ηύρα νοστιμότερο
το ένα από το άλλο.
Κανένα δεν εκέρδισε
τα χείλη θα νικούσαν,
αλλά τα κατεργάρικα
σιωπούσαν δε μιλούσαν