Θέλω ν’ ανέβω στα ψηλά, καλέ, θέλω ν’ ανέβω στα ψηλά, καλέ
στ’ άγιου Γιωργιού το δώμα, στ’ άγιου Γιωργιού το δώμα
να κόψω δυο γαρίφαλα, να κάνω φροκαλίτσα
να φροκαλώ τη θάλασσα, ν’ αράζουν τα καράβια.
Ένα καράβι άραξε στου βασιλιά την πόρτα,
ο βασιλιάς δεν ήτανε μόν’ τρεις βασιλοπούλες.
H μια κεντάει τον ουρανό κι η άλλη το φεγγάρι
κι απ’ όλες η μικρότερη κεντάει το μαντηλάκι.
Kέντα το κόρη, κέντα το, του ’ρβωνιασ’τκού σ’ μαντήλι
να βάλεις μέσα ζάχαρη και κόκκινη μαστίχα
να το πηγαίνεις στο σχολειό κι απ’ το σχολειό στο σπίτι.
Kι αν δεν είν’ πόρτα ανοιχτή, ρίχτ’ απ’ το παραθύρι,
να βγει ο γαμπρός με τ’ άρματα κι η νύφη με τ’ς αλ’σίδες.