Είμαι ένα δερβισάκι, αχ, το λέγω
που με διώξαν απ' τη Σμύρνη κι όλο κλαίγω
και το ρίχνω στο μεθύσι και φουμάρω και χασίσι
στο καφέ Αμάν αχ, γιαβρούμ αμαν
Όταν παίζω ταξιμάκι μερακλώνω
την πατρίδα μου θυμάμαι κι όλο λειώνω
πότε φτώχεια πότε πλούτη , παίζω με μεράκι ούτι
στο καφέ Αμάν αχ, γιαβρούμ αμάν
Πότε φτώχεια πότε πλούτη , παίζω με μεράκι ούτι
στο καφέ Αμάν αχ, γιαβρούμ αμάν
\_
Η γυναίκα του Βαγγέλη Παπάζογλου, Αγγελική, ενθυμούμενη τους αρχικούς στίχους αποκατέστησε το αρχικό τραγούδι.
Εγώ είμαι προσφυγάκι
αχ, το λέγω
που με διώξαν απ' τη Σμύρνη το καημένο
πότε φτώχεια πότε πλούτη
έμαθα και παίζω ούτι στο καφέ Αμάν
ωχ, αμάν, αμάν
Κι όμως δεν το βάζω κάτω
αχ, το λέγω
κι ας με διώξαν απ' τη Σμύρνη το καημένο
πότε γέλιο, πότε δάκρυ
μη καρδιά μου, κάνε κράτει στο καφέ Αμάν
ωχ, αμάν, αμάν
Θέλω ταίρι να σε κάνω
αχ, το λέγω
κι ας με διώχνει η μαμά σου, το καημένο
μέσα στη ζωή ετούτη
θα τη βγάλουμε με ούτι και με μπαγλαμά
ωχ, αμάν, αμάν