Βασιλοπούλα εθέριζε (2) κι ήτανε γκαστρωμένη
δεμάτι βάνει από τη μια, δεμάτι από την άλλη
και μες στη μέση κάθησε χρυσόν υγιό και κάνει.
Μες στην ποδιά της τοβαλε και πάει το ρεματίσει
στο δρόμο που επήγαινε, μια πέρδικα 'νταμώνει.
Ώρα καλή σου κόρη μου, που βγαίνεις εδώ πέρα;
χρυσό υγιό εγέννησα και πάω τον ρεματίσω.
Μωρή σκύλα μωρ' άπονη, μωρή καταραμένη
π' εγώ 'χω δεκαοχτώ παιδιά και σκω να τα αναθρέψω.
Και συ 'καμες χρυσόν υγιό και πα τον ρεματίσεις;
Μες στην ποδιά της το βαλε, στο σπίτι σπίτι της πηγαίνει.
Και μες στη κούνια το βαλε νανούρισμα του λέει.
Κοιμήσου ατσραπαδάκι μου, με το χρυσό χεράκι.
Με διαμαντένιο βούλωμα, και με τ' αλυσιδάκι.
Γιε μου σα γίνεις κηνυγός, γίνεις και παλικάρι,
αν ανταμώσεις πέρδικα, να μην τηνε σκοτώσεις.
Η πέρδικα είν' η μάνα σου κι εγώ η μητριά σου.