Δέντρο ν εί χάι χάι μωρ’ Βιργινάδα
δέντρο ν εί μωρέ, είχα στην αυλή μου
δέντρο ν εί μωρέ, είχα στην αυλή μου
για παρη παρηγοριά δική μου.
Πράσινα κάνει τα φύλλα,
τα κλωνάρια του γαλάζια.
Kόρη κάθονταν στον ίσκιο
κι έπλεκε χρυσό γαϊτάνι.
Πλέξ’ το, κόρη, το γαϊτάνι
πλέξ’ το και κρουστάλλωνέ το
κι αλλουνού να μη το δώσεις
μόν’ εμένα του λεβέντη
να το βάλω στο σπαθί μου
και στ’ ασημοκούμπουρό μου.